σπανανδρία

σπανανδρία
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ. α) χαρακτηριστικό ζωικών ειδών στα οποία τα παρθενογενετικά θηλυκά άτομα παράγουν κυρίως θηλυκούς απογόνους ή, σε μια ακραία περίπτωση, το είδος αποτελείται μόνο από θηλυκά άτομα αναπαραγόμενα μόνο παρθενογενετικά
β) σταδιακή μείωση τών αρσενικών ατόμων σε έναν ζωικό πληθυσμό, όπως συμβαίνει σε ορισμένα έντομα
μσν.-αρχ.
έλλειψη πληθυσμού
αρχ.
έλλειψη ανδρών, λειψανδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -ανδρία (< -ανδρός < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. λειψ-ανδρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”